- υπεραγωνίζομαι
- ΜΑαγωνίζομαι για να υπερασπίσω κάποιον ή κάτι (α. «ὑπερηγωνίζοντο αὐτοῡ καὶ μεταστάντος», Αππ.β. «τῶν ἀποστολικῶν ὑπεραγωνιζόμενοι δογμάτων», Θεοδώρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεραγωνίζομαι — fight for pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζομένων — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp fem gen pl ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνίσομαι — ὑπεραγωνίζομαι fight for aor subj mp 1st sg (epic) ὑπεραγωνίζομαι fight for fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζομένου — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζομένους — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζέσθω — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζόμενοι — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιζόμενος — ὑπεραγωνίζομαι fight for pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνιοῦμαι — ὑπεραγωνίζομαι fight for fut ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγωνισαμένου — ὑπεραγωνίζομαι fight for aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)